- ημιανόρθωση
- Ανόρθωση εναλλασσόμενων ρευμάτων, με την οποία λαμβάνεται μόνο η μία εναλλαγή τους. Σε μία απλή ανορθωτική διάταξη, που αποτελείται από μετασχηματιστή και βαλβίδα (κρυσταλλοδίοδος, ξηρός ανορθωτής, δίοδος, ηλεκτρονική λυχνία κ.ά.) αν συνδεθεί το δευτερεύον του μετασχηματιστή χωρίς παρεμβολή της βαλβίδας με τον καταναλωτή R, τότε αυτός θα διαρρέεται από εναλλασσόμενο ρεύμα. Με την παρεμβολή της βαλβίδας ανακόπτεται το ρεύμα κατά τη μία ημιπερίοδο και έτσι η αντίσταση R διαρρέεται από ρεύμα μιας φοράς. Η τάση που παίρνουμε είναι ημιανορθωμένη, δηλαδή έχει θετικές τιμές κατά τη μία ημιπερίοδο, ενώ κατά την άλλη την τιμή μηδέν. Μπορούμε να πετύχουμε εξομάλυνση της ανορθωμένης τάσης, αν συνδέσουμε παράλληλα προς την αντίσταση R έναν πυκνωτή χωρητικότητας C που σε κάθε περίοδο φορτίζεται για ένα σύντομο διάστημα και εκφορτίζεται στο υπόλοιπο διάστημα της περιόδου. Στην πλήρη ανόρθωση χρησιμοποιούνται δύο βαλβίδες που λειτουργούν εναλλακτικά και ο πυκνωτής φορτίζεται δύο φορές στη διάρκεια μιας περιόδου, με αποτέλεσμα η διακύμανση της τάσης να έχει μειωθεί στο μισό σε σχέση με αυτήν που εμφανίζεται στην η. Για ακόμα μεγαλύτερη εξομάλυνση της ανορθωμένης τάσης χρησιμοποιείται στο κύκλωμα φίλτρο, που αποτελείται από πηνίο με μεγάλο συντελεστή αυτεπαγωγής και από έναν ακόμα πυκνωτή.
Dictionary of Greek. 2013.